albañal - ορισμός. Τι είναι το albañal
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι albañal - ορισμός


albañal      
Sinónimos
sustantivo
albañal      
sust. masc.
1) Canal o conducto que da salida a las aguas inmundas.
2) Depósito de inmundicias.
3) fig. Lo repugnante o inmundo.
albañal      
albañal (del ár. and. "alballá"a", tragona)
1 m. *Cauce o *conducto por donde *desaguan aguas sucias o residuales. Albañar, albollón, arbellón, atarjea, cloaca, husillo, val. *Alcantarilla. Desagüe.
2 (n. calif.) Se aplica a cualquier sitio *sucio o *indecente, en sentido propio o figurado.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για albañal
1. Los más descerebrados se excitan cada sábado en el albañal del botellón.
2. La clase, por así llamarla, concluye con el traslado de los muebles descuartizados a su exilio en algún albañal o sótano.
3. "Ese barco podría haberse dado vuelta en cualquier momento y causar una gran tragedia," agregó. Sin embargo, en el humilde barrio del Diezmero, donde viven sus familias, no tienen dudas de que los riesgos valen la pena÷ Las viviendas de bloques de cemento o madera están sobre calles que huelen a agua albañal y a basura sin recolectar y los frecuentes cortes de electricidad hacen difícil de tolerar el caluroso verano de Cuba.
Τι είναι albañal - ορισμός